ορθοποδώ — ορθοποδώ, ορθοπόδησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ορθοποδώ — (ΑΜ ὀρθοποδῶ, έω) [ορθόπους] νεοελλ. 1. στέκομαι όρθιος στα πόδια μου ή σηκώνομαι και παίρνω όρθια στάση, στέκομαι στο πόδι 2. μτφ. αναλαμβάνω δυνάμεις, αποκαθίσταμαι, ευδοκιμώ μσν. αρχ. βαδίζω κατευθείαν, προς τα εμπρός αρχ. μτφ. ακολουθώ τον… … Dictionary of Greek
ὀρθοποδῶ — ὀρθοποδέω walk straight pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὀρθοποδέω walk straight pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορθοποδίζω — (Μ ὀρθοποδίζω) ορθοποδώ, περπατώ κατευθείαν μπροστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρθοποδῶ, κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
ορθοποδητώ — ὀρθοποδητῶ, έω (Μ) ορθοποδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρθοποδῶ, κατά τα ρ. σε ητῶ (πρβλ. ακιν ητώ, κοσμ ητώ)] … Dictionary of Greek
ορθοποδία — ὀρθοποδία, ἡ (Α) [ορθοποδώ] το να βαδίζει κάποιος προς τα εμπρός, κατευθείαν … Dictionary of Greek
ορθοπόδησις — ὀρθοπόδησις, ἡ (Μ) [ορθοποδώ] 1. το να βαδίζει κανείς κατευθείαν 2. μτφ. ορθή συμπεριφορά … Dictionary of Greek